ερωτόληπτος

ερωτόληπτος
η , ο [ος , ον ] болезненно или легкомысленно влюбчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ερωτόληπτος" в других словарях:

  • ἐρωτόληπτος — love smitten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτόληπτος — η, ο (Μ ἐρωτόληπτος, ον) 1. αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος 2. ο ερωτύλος, ο επιρρεπής στις ερωτικές περιπέτειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ληπτος < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

  • ερωτόληπτος — η, ο αυτός που εύκολα ή συχνά ερωτεύεται, αλλ. ερωτιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρωτολήπτῳ — ἐρωτόληπτος love smitten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτόληπτοι — ἐρωτόληπτος love smitten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτοληπτώ — ἐρωτοληπτῶ, έω (Μ) [ερωτόληπτος] ερωτεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ερωτοληψία — η (Μ ἐρωτοληψία) [ερωτόληπτος] νεοελλ. η νοσηρή κατάσταση τού ερωτόληπτου, η ροπή προς τις ερωτικές συγκινήσεις, το να έχει κάποιος υποστεί ερωτοπληξία μσν. το ερωτικό πάθος …   Dictionary of Greek

  • κλαδαρός — κλαδαρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.) 2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.) 3. κυματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλα δ αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»